Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
newsroom newsrooms

  Ουσιαστικό επεξεργασία

newsroom (en)

  • η σύνταξη, η αίθουσα σύνταξης
    The news is produced locally in the newsroom.
    Τα νέα παράγονται τοπικά στην αίθουσα σύνταξης.