netrinkebla
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- netrinkebla < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | netrinkebla | netrinkeblaj |
αιτιατική | netrinkeblan | netrinkeblajn |
netrinkebla (eo)
- που δεν μπορεί κάποιος να το πιει