γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nazaréen nazaréens
θηλυκό nazaréenne nazaréennes

  Επίθετο

επεξεργασία

nazaréen (fr)

  1. ναζωραίος
  2. μέλος ή σχετικός με καλλιτεχνικό κίνημα Γερμανών ζωγράφων των αρχών του 19ου αιώνα

Συγγενικά

επεξεργασία