nazaréen
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nazaréen | nazaréens |
θηλυκό | nazaréenne | nazaréennes |
Επίθετο
επεξεργασίαnazaréen (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nazaréen | nazaréens |
θηλυκό | nazaréenne | nazaréennes |
nazaréen (fr)