narkotiko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- narkotiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | narkotiko | narkotikoj |
αιτιατική | narkotikon | narkotikojn |
narkotiko (eo)
- το ναρκωτικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | narkotiko | narkotikoj |
αιτιατική | narkotikon | narkotikojn |
narkotiko (eo)