Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

napięcie < napiąć

  Ουσιαστικό επεξεργασία

napięcie (pl) ουδέτερο

  1. (κοινά) η ένταση
  2. (φυσική) η τάση, η διαφορά δυναμικού

Συγγενικά επεξεργασία