nab
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | nab |
γ΄ ενικό ενεστώτα | nabs |
αόριστος | nabbed |
παθητική μετοχή | nabbed |
ενεργητική μετοχή | nabbing |
Ρήμα
επεξεργασία- (μεταβατικό) βουτάω, συλλαμβάνω κάποιον
- ⮡ They nabbed him while he was trying to break into the corner store.
- Τον βούτηξαν ενώ προσπάθησε να διαρρήξει το περίπτερο.
- ⮡ They nabbed him while he was trying to break into the corner store.
- (μεταβατικό) βουτάω, κλέβω κάτι
- ⮡ He nabbed his wallet with the method of distraction.
- Του βούτηξε το πορτοφόλι με τη μέθοδο της απασχολήσεως.
- ⮡ He nabbed his wallet with the method of distraction.