ενεστώτας nab
γ΄ ενικό ενεστώτα nabs
αόριστος nabbed
παθητική μετοχή nabbed
ενεργητική μετοχή nabbing

nab (en) (ανεπίσημο)

  1. (μεταβατικό) βουτάω, συλλαμβάνω κάποιον
    ⮡  They nabbed him while he was trying to break into the corner store.
    Τον βούτηξαν ενώ προσπάθησε να διαρρήξει το περίπτερο.
  2. (μεταβατικό) βουτάω, κλέβω κάτι
    ⮡  He nabbed his wallet with the method of distraction.
    Του βούτηξε το πορτοφόλι με τη μέθοδο της απασχολήσεως.