muzikinstrumento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- muzikinstrumento < muzik- + instrument- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muzikinstrumento | muzikinstrumentoj |
αιτιατική | muzikinstrumenton | muzikinstrumentojn |
muzikinstrumento (eo)