muslino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- muslino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muslino | muslinoj |
αιτιατική | muslinon | muslinojn |
muslino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muslino | muslinoj |
αιτιατική | muslinon | muslinojn |
muslino (eo)