ενικός         πληθυντικός  
mulet mulets

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
mulet < mul < λατινική mulus

Ουσιαστικό

επεξεργασία

mulet (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) μουλάρι, ημίονος
      Le mulet provient de l'accouplement de l'âne et de la jument, ou de l'accouplement du cheval et de l'ânesse.
    Το μουλάρι προέρχεται από τη διασταύρωση του γαϊδάρου και της φοράδας, ή από τη διασταύρωση του αλόγου και της γαϊδούρας.
  2. εκπαιδευτικό ή αναγνωριστικό όχημα, στους αγώνες αυτοκινήτων

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

mulet (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία