mulet
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mulet | mulets |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
mulet (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) μουλάρι, ημίονος
- ⮡ Le mulet provient de l'accouplement de l'âne et de la jument, ou de l'accouplement du cheval et de l'ânesse.
- Το μουλάρι προέρχεται από τη διασταύρωση του γαϊδάρου και της φοράδας, ή από τη διασταύρωση του αλόγου και της γαϊδούρας.
- ⮡ Le mulet provient de l'accouplement de l'âne et de la jument, ou de l'accouplement du cheval et de l'ânesse.
- εκπαιδευτικό ή αναγνωριστικό όχημα, στους αγώνες αυτοκινήτων