Ετυμολογία

επεξεργασία

mrok < πρωτοσλαβική morkъ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mrɔk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mrok (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία