mouroir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mouroir | mouroirs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmouroir (fr) αρσενικό
- γηροκομείο όπου το προσωπικό δεν έχει τα μέσα να κάνει σωστά τη δουλειά του
ενικός | πληθυντικός |
mouroir | mouroirs |
mouroir (fr) αρσενικό