motivant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- motivant < motiver
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | motivant | motivants |
θηλυκό | motivante | motivantes |
motivant (fr)
- ενθαρρυντικός, που δίνει κίνητρα, παρακινητικός