mortification
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mortification | mortifications |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmortification (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη mort
ενικός | πληθυντικός |
mortification | mortifications |
mortification (fr) θηλυκό