monopolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- monopolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monopolo | monopoloj |
αιτιατική | monopolon | monopolojn |
monopolo (eo)
- το μονοπώλιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monopolo | monopoloj |
αιτιατική | monopolon | monopolojn |
monopolo (eo)