modifiable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- modifiable < γαλλική modifiable < modifier + -able
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmɒdɪfʌɪəb(ə)l/
Επίθετο επεξεργασία
modifiable (en)
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mɔ.di.fjabl/
Επίθετο επεξεργασία
modifiable (fr)