mnożenie
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mnożenie | mnożenia |
γενική | mnożenia | mnożeń |
δοτική | mnożeniu | mnożeniom |
αιτιατική | mnożenie | mnożenia |
οργανική | mnożeniem | mnożeniami |
τοπική | mnożeniu | mnożeniach |
κλητική | mnożenie | mnożenia |
Ετυμολογία
επεξεργασίαmnożenie < mnożyć
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmnożenie (pl) ουδέτερο