πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική mnożenie mnożenia
γενική mnożenia mnożeń
δοτική mnożeniu mnożeniom
αιτιατική mnożenie mnożenia
οργανική mnożeniem mnożeniami
τοπική mnożeniu mnożeniach
κλητική mnożenie mnożenia

  Ετυμολογία

επεξεργασία

mnożenie < mnożyć

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mnɔˈʒɛ.ɲɛ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mnożenie (pl) ουδέτερο