mispaŝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mispaŝo | mispaŝoj |
αιτιατική | mispaŝon | mispaŝojn |
mispaŝo (eo)
- το στραβοπάτημα, το παραπάτημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mispaŝo | mispaŝoj |
αιτιατική | mispaŝon | mispaŝojn |
mispaŝo (eo)