Ετυμολογία

επεξεργασία
misagordi < mis- + agordi
ρήμα misagordi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας misagordas misagordanta misagordata
αόριστος misagordis misagordinta misagordita
μέλλοντας misagordos misagordonta misagordota
υποθετική misagordus - -
προστακτική misagordu - -

misagordi (eo)

  1. ξεκουρδίζω
  2. δυσαρεστώ