mineralo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mineralo | mineraloj |
αιτιατική | mineralon | mineralojn |
mineralo (eo)
- το ορυκτό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mineralo | mineraloj |
αιτιατική | mineralon | mineralojn |
mineralo (eo)