mimic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | mimic |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mimics |
αόριστος | mimicked |
παθητική μετοχή | mimicked |
ενεργητική μετοχή | mimicking |
ενεστώτας | mimic |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mimics |
αόριστος | mimicked |
παθητική μετοχή | mimicked |
ενεργητική μετοχή | mimicking |