mimétique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mimétique < mimétisme
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mimétique | mimétiques |
mimétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
mimétique | mimétiques |
mimétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό