menso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- menso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | menso | mensoj |
αιτιατική | menson | mensojn |
menso (eo)
- η διάνοια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | menso | mensoj |
αιτιατική | menson | mensojn |
menso (eo)