ενεστώτας meditate
γ΄ ενικό ενεστώτα meditates
αόριστος meditated
παθητική μετοχή meditated
ενεργητική μετοχή meditating

meditate (en)

  1. (αμετάβατο) διαλογίζομαι, κάνω διαλογισμό
      He is meditating kneeling and with his eyes closed.
    Διαλογίζεται γονατιστός και με κλειστά μάτια.
  2. (αμετάβατο, επίσημο) διαλογίζομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι
      I am meditating on life and death.
    Διαλογίζομαι για τη ζωή και τον θάνατο.
      They are meditating on the future of humanity.
    Στοχάζονται το μέλλον της ανθρωπότητας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη ponder

Συγγενικά

επεξεργασία