mazuto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mazuto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mazuto | mazutoj |
αιτιατική | mazuton | mazutojn |
mazuto (eo)
- το μαζούτ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mazuto | mazutoj |
αιτιατική | mazuton | mazutojn |
mazuto (eo)