masoĥismo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- masoĥismo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | masoĥismo | masoĥismoj |
αιτιατική | masoĥismon | masoĥismojn |
masoĥismo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | masoĥismo | masoĥismoj |
αιτιατική | masoĥismon | masoĥismojn |
masoĥismo (eo)