maso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- maso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maso | masoj |
αιτιατική | mason | masojn |
maso (eo)
- η μάζα
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmaso (cs) ουδέτερο
- το κρέας