masaĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- masaĝo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | masaĝo | masaĝoj |
αιτιατική | masaĝon | masaĝojn |
masaĝo (eo)
- το μασάζ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | masaĝo | masaĝoj |
αιτιατική | masaĝon | masaĝojn |
masaĝo (eo)