marŝalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- marŝalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marŝalo | marŝaloj |
αιτιατική | marŝalon | marŝalojn |
marŝalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marŝalo | marŝaloj |
αιτιατική | marŝalon | marŝalojn |
marŝalo (eo)