malsano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsano | malsanoj |
αιτιατική | malsanon | malsanojn |
malsano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsano | malsanoj |
αιτιατική | malsanon | malsanojn |
malsano (eo)