malpropre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
malpropre | malpropres |
malpropre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- se faire jeter (traiter/renvoyer/...) comme un malpropre: με διώχνουν/μου φέρονται/με απολύουν με αγένεια