Ετυμολογία

επεξεργασία
malpropre < mal + propre

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
malpropre malpropres

malpropre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) βρόμικος, σιχαμερός
     συνώνυμα: dégoûtant, sale
  2. (παρωχημένο) ανέντιμος
     συνώνυμα: malhonnête
  3. (παρωχημένο) αισχρός, χυδαίος
     συνώνυμα: obscène

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • se faire jeter (traiter/renvoyer/...) comme un malpropre: με διώχνουν/μου φέρονται/με απολύουν με αγένεια

Συγγενικά

επεξεργασία