malamikeco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malamikeco | malamikecoj |
αιτιατική | malamikecon | malamikecojn |
malamikeco (eo)
- η έχθρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malamikeco | malamikecoj |
αιτιατική | malamikecon | malamikecojn |
malamikeco (eo)