Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Έκφραση επεξεργασία

  1. προσπαθώ δυναμικά να σταματήσω κάτι
  2. είμαι ενάντιος σε κάποιον ή κάτι και δρω δυναμικά για να το(ν) σταματήσω-αποτρέψω