magistral
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | magistral | magistraux |
θηλυκό | magistrale | magistrales |
Επίθετο
επεξεργασία
magistral (fr)
- (σπάνιο) σχετικός με τον δάσκαλο, τον καθηγητή, κάποιος που γνωρίζει άριστα το θέμα για το οποίο μιλά
- (λογοτεχνικό) που έχει τον τόνο, την έκφραση που αρμόζει στα παραπάνω
- (μεταφορικά) σημαντικός, αριστοτεχνικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΡουμανικά (ro)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
magistral (ro)