ενεστώτας lurk
γ΄ ενικό ενεστώτα lurks
αόριστος lurked
παθητική μετοχή lurked
ενεργητική μετοχή lurking

lurk (en)

  1. (αμετάβατο) παραμονεύω, περιμένω κάπου κρυφά, ειδικά γιατί πρόκειται να κάνω κάτι κακό ή παράνομο
    ⮡  Someone is lurking in the garden.
    Κάποιος παραμονεύει στον κήπο.
  2. (αμετάβατο) παραμονεύω, που υπάρχει αλλά όχι με προφανή τρόπο
    ⮡  Danger lurked at every corner/everywhere.
    Ο κίνδυνος παραμόνευε σε κάθε γωνία/παντού.