lurk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | lurk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lurks |
αόριστος | lurked |
παθητική μετοχή | lurked |
ενεργητική μετοχή | lurking |
Ρήμα
επεξεργασίαlurk (en)
- (αμετάβατο) παραμονεύω, περιμένω κάπου κρυφά, ειδικά γιατί πρόκειται να κάνω κάτι κακό ή παράνομο
- ⮡ Someone is lurking in the garden.
- Κάποιος παραμονεύει στον κήπο.
- ⮡ Someone is lurking in the garden.
- (αμετάβατο) παραμονεύω, που υπάρχει αλλά όχι με προφανή τρόπο
- ⮡ Danger lurked at every corner/everywhere.
- Ο κίνδυνος παραμόνευε σε κάθε γωνία/παντού.
- ⮡ Danger lurked at every corner/everywhere.