lupfantomo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lupfantomo | lupfantomoj |
αιτιατική | lupfantomon | lupfantomojn |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lup.fanˈto.mo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
lupfantomo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lupfantomo | lupfantomoj |
αιτιατική | lupfantomon | lupfantomojn |
lupfantomo (eo)