Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
lup
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ρουμανικά
(ro)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
lup
(ro)
αρσενικό
(
θηλαστικό ζώο
) ο
λύκος
Κλίση
επεξεργασία
κλίση του
lup
ενικός
πληθυντικός
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
ονομαστική
un
lup
lupul
nişte
lupi
lupii
γενική
a unui
lup
lupului
a unor
lupi
lupilor
δοτική
unui
lup
lupului
unor
lupi
lupilor
αιτιατική
un
lup
lupul
nişte
lupi
lupii
κλητική
—
-
—
-