Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
loyaliste loyalistes

loyaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πιστός στους καθιερωμένους θεσμούς

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
loyaliste loyalistes

loyaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πιστός στους καθιερωμένους θεσμούς