Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
longue-vue
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
longue-vue
→
δείτε
τις λέξεις
long
και
vue
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
longue-vue
longues-vues
longue-vue
(fr)
θηλυκό
(
ναυτικός όρος
)
τηλεσκόπιο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
télescope