locution
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
locution (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
locution | locutions |
locution (fr) θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- locution adverbiale - επιρρηματική φράση
- locution conjonctive - φράση που έχει ρόλο συνδέσμου
- locution interjective - φράση που έχει ρόλο επιφωνήματος
- locution nominale - ονοματική φράση
- locution prépositive - φράση που έχει ρόλο πρόθεσης
- locution verbale - ρηματική φράση