Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
locution locutions

locution (fr) θηλυκό

  1. ιδίωμα
  2. διατύπωση
  3. έκφραση, φράση

Εκφράσεις

επεξεργασία

(γραμματική)

Συγγενικά

επεξεργασία