liuto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- liuto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liuto | liutoj |
αιτιατική | liuton | liutojn |
liuto (eo)
- (μουσικό όργανο) το λαούτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liuto | liutoj |
αιτιατική | liuton | liutojn |
liuto (eo)