lifto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lifto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lifto | liftoj |
αιτιατική | lifton | liftojn |
lifto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lifto | liftoj |
αιτιατική | lifton | liftojn |
lifto (eo)