Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

levrette < levrerette < lévrier + -ette

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lə.vʁɛt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
levrette levrettes

levrette (fr) θηλυκό

  1. το θηλυκό του λαγωνικού
  2. en levrette (αργκό) το πισωκολλητό