Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

levity (en)

  1. η ελαφρότητα στο λόγο ή τη συμπεριφορά
  2. πράξη που χαρακτηρίζεται από ελαφρότητα