levilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- levilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | levilo | leviloj |
αιτιατική | levilon | levilojn |
levilo (eo)
- ο μοχλός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | levilo | leviloj |
αιτιατική | levilon | levilojn |
levilo (eo)