Δείτε επίσης: lattice
      ενικός         πληθυντικός  
lettuce lettuces

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lettuce < λατινική lactuca < lac

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlɛtɪs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lettuce (en)

  1. (λαχανικό) μαρούλι
  2. (αργκό, ΗΠΑ) χαρτονόμισμα, χρήμα (εξαιτίας του πράσινου χρώματος που έχει και το αμερικανικό δολάριο)