leŭtenanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- leŭtenanto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leŭtenanto | leŭtenantoj |
αιτιατική | leŭtenanton | leŭtenantojn |
leŭtenanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leŭtenanto | leŭtenantoj |
αιτιατική | leŭtenanton | leŭtenantojn |
leŭtenanto (eo)