layman
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
layman | laymen |
layman (en)
Αντώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- in layman's terms / με απλά λόγια
ενικός | πληθυντικός |
layman | laymen |
layman (en)