Σύνθετο   Ουσιαστικό

επεξεργασία

laughing stock (en)

  • ρεντίκολο, αντικείμενο χλεύης, αντικείμενο χλευασμού, ρόμπας, ρόμπα φάση
  • ρεζίλης
  • αποτυχημένος

Συνώνυμα

επεξεργασία


ανεπίσημα
επεξεργασία