Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
laughing stock
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Σύνθετο
Ουσιαστικό
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.1.1
ανεπίσημα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Σύνθετο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
laughing stock
(en)
ρεντίκολο, αντικείμενο χλεύης, αντικείμενο χλευασμού, ρόμπας, ρόμπα φάση
ρεζίλης
αποτυχημένος
Συνώνυμα
επεξεργασία
figure of fun
object of ridicule
dupe
butt
fool
joke
standing joke
everybody's fool
stooge
fair game
everybody's target
victim
Aunt Sally
exhibition
spectacle
ανεπίσημα
επεξεργασία
fall guy
goat