ενικός         πληθυντικός  
lancement lancements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lancement (fr) αρσενικό

  1. η έναρξη
  2. η εκτόξευση
  3. η ρίψη
  4. το ρίξιμο
  5. η εξαπόλυση