Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

lanĉi < lanĉ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα lanĉi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας lanĉas lanĉanta lanĉata
αόριστος lanĉis lanĉinta lanĉita
μέλλοντας lanĉos lanĉonta lanĉota
υποθετική lanĉus - -
προστακτική lanĉu - -

lanĉi (eo)